amusing
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- amusing < amuse
Επίθετο[επεξεργασία]
amusing (en)
- διασκεδαστικός (αστείος και ευχάριστος)