anacoluthe
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.na.kɔ.lyt/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
anacoluthe | anacoluthes |
anacoluthe (fr) θηλυκό
- το ανακόλουθο