andrologico
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- andrologico < antrologia
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
andrologico | andrologici |
andrologico (it)
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
andrologico | andrologici |
andrologico (it)