angiectasie

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
angiectasie angiectasies

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

angiectasie (fr) θηλυκό