angiologue
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]| ενικός | πληθυντικός |
| angiologue | angiologues |
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ɑ̃.ʒjɔ.lɔɡ/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]angiologue (fr) αρσενικό ή θηλυκό
| ενικός | πληθυντικός |
| angiologue | angiologues |
angiologue (fr) αρσενικό ή θηλυκό