angiologue

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
angiologue angiologues

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɑ̃.ʒjɔ.lɔɡ/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

angiologue (fr) αρσενικό ή θηλυκό