angolo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
angolo | angoli |
angolo (it)
- γωνία, γεωμετρικό σχήμα
- εραλδικό σύμβολο
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
angolo | angoli |
angolo (it)