angolo

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
ενικός πληθυντικός
angolo angoli

angolo (it)

  1. γωνία, γεωμετρικό σχήμα
  2. εραλδικό σύμβολο