anhydrite
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- anhydrite < αρχαία ελληνική ἄνυδρος < ὕδωρ
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]anhydrite (en)
anhydrite (en)