Μετάβαση στο περιεχόμενο

annual

Από Βικιλεξικό

Επίθετο

[επεξεργασία]

annual (en) (χωρίς παραθετικά)

  1. ετήσιος, που γίνεται μια φορά κάθε χρόνια
      Can I have someone represent me in the annual meeting?
    Μπορώ ν' αντιπροσωπευτώ στην ετήσια συνευλέση;
  2. μονοετής, ετήσιος, που διαρκεί ένα χρόνο
      an annual contract - συμβόλαιο μονοετούς διάρκειας
      an annual salary - ετήσιος μισθός
      the annual growth rate of the population - ο ετήσιος ρυθμός αύξησης του πληθυσμού
      the average annual temperature - η μέση ετήσια θερμοκρασία

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
annual annuals

annual (en)