antepassado
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]antepassado (pt) < απο το ρήμα antepassar
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
antepassado | antepassados |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]antepassado (pt) θηλυκό antepassada
- ο πρόγονος
Επίθετο
[επεξεργασία]antepassado (pt)
- ο προγονικός, ανιών