antiscientifique
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- antiscientifique < anti- + scientifique
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
antiscientifique | antiscientifiques |
antiscientifique (fr) αρσενικό ή θηλυκό