scientifique

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
scientifique < δημώδης λατινική scientificus

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /sjɑ̃.ti.fik/

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
scientifique scientifiques

scientifique (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
scientifique scientifiques

scientifique (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Αντώνυμα

[επεξεργασία]