aorta
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- aorta < αρχαία ελληνική ἀορτή
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /eɪˈɔː.tə/ (Ηνωμένο Βασίλειο)
- ΔΦΑ : /eɪˈɔːr.tə/ (ΗΠΑ)
- τυπογραφικός συλλαβισμός : a‐or‐ta
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]aorta (en)
Ισπανικά (es)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
aorta | aortas |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- aorta < αρχαία ελληνική ἀορτή
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /aˈoɾ.t̪a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : a‐or‐ta
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]aorta (es) θηλυκό
Πηγές
[επεξεργασία]- aorta - DLE (Diccionario de la lengua española [Λεξικό της ισπανικής γλώσσας] (στα ισπανικά, για τα καστιλιάνικα ισπανικά), RAE (Real Academia Española [Βασιλική Ακαδημία της Ισπανίας]), Edición del Tricentenario [23η έκδοση], 2014.
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- aorta < αρχαία ελληνική ἀορτή
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]aorta (it) θηλυκό
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]aorta (pl) θηλυκό
Τσεχικά (cs)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]aorta (cs) θηλυκό
Κατηγορίες:
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (αγγλικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (αγγλικά)
- Αγγλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Ανατομία (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (ισπανικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (ισπανικά)
- Ισπανική γλώσσα
- Ουσιαστικά (ισπανικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ισπανικά)
- Ανατομία (ισπανικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (ιταλικά)
- Ιταλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (ιταλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ιταλικά)
- Ανατομία (ιταλικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (πολωνικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (πολωνικά)
- Πολωνική γλώσσα
- Ουσιαστικά (πολωνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (πολωνικά)
- Ανατομία (πολωνικά)
- Τσεχική γλώσσα
- Ουσιαστικά (τσεχικά)
- Ανατομία (τσεχικά)