apaisable
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
apaisable | apaisables |
Επίθετο[επεξεργασία]
apaisable (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- που μπορεί να ανακουφιστεί
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη apaiser