apaisement

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
apaisement apaisements

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

apaisement (fr) αρσενικό