κατευνασμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κατευνασμός < ελληνιστική κοινή κατευνασμός < κατευνάζω < κατά + αρχαία ελληνική εὐνή + -άζω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κατευνασμός αρσενικό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του κατευνάζω
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κατευνασμός