apophatique
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.pɔ.fa.tik/
Επίθετο
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
apophatique | apophatiques |
apophatique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
apophatique | apophatiques |
apophatique (fr) αρσενικό ή θηλυκό