apoplexie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
apoplexie | apoplexies |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]apoplexie (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
apoplexie | apoplexies |
apoplexie (fr) θηλυκό