appétit
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
appétit (fr) αρσενικό
- η όρεξη
- Bon appétit ! - Καλή όρεξη! (/bɔn‿a.pe.ti/)