appelant
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | appelant | appelants |
θηλυκό | appelante | appelantes |
appelant (fr)
- ο εκκαλών
Επίθετο
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | appelant | appelants |
θηλυκό | appelante | appelantes |
appelant (fr)
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη appeler