Μετάβαση στο περιεχόμενο

appréhendable

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
appréhendable appréhendables

Επίθετο

[επεξεργασία]

appréhendable (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]