appréhendable
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
appréhendable | appréhendables |
Επίθετο
[επεξεργασία]appréhendable (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη appréhender
ενικός | πληθυντικός |
appréhendable | appréhendables |
appréhendable (fr) αρσενικό ή θηλυκό