araméen
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]araméen (fr) αρσενικό
Επίθετο
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | araméen | araméens |
θηλυκό | araméene | araméenes |
araméen (fr)
araméen (fr) αρσενικό
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | araméen | araméens |
θηλυκό | araméene | araméenes |
araméen (fr)