Μετάβαση στο περιεχόμενο

archéologue

Από Βικιλεξικό

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
archéologue archéologues

archéologue (fr) αρσενικό ή θηλυκό