Μετάβαση στο περιεχόμενο

artésienne

Από Βικιλεξικό

Γαλλικά (fr)

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
artésienne artésiennes

artésienne (fr) θηλυκό