artichaut
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
artichaut | artichauts |
artichaut (fr) αρσενικό
- η αγκινάρα
ενικός | πληθυντικός |
artichaut | artichauts |
artichaut (fr) αρσενικό