αγκινάρα
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]


Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αγκινάρα < μεσαιωνική ελληνική ἀγκινάρα[1] < ελληνιστική κοινή κινάρα < αρχαία ελληνική κυνάρα
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /aŋ.ɟiˈna.ɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐γκι‐νά‐ρα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αγκινάρα θηλυκό
- (φυτό) πολυετές φυτό (Cynara scolymus ή Cynara cardunculus) οικογένειας των Αστεροειδών (Asteraceae) με φαγώσιμο καρπό που περιβάλλεται από πολλά αγκαθωτά φύλλα. Πρόκειται για ιθαγενές φυτό της Αφρικής, που καλλιεργείται όμως σε πολλά μέρη του σύγχρονου κόσμου σε θέσεις προφυλαγμένες από το δυνατό ψύχος και εδάφη χωρίς πολλή υγρασία.
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]-
αγκινάρα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αγκινάρα
- ↑ ἀγκινάρα - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Φυτά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)