αγκιναριά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αγκιναριά οι αγκιναριές
      γενική της αγκιναριάς των αγκιναριών
    αιτιατική την αγκιναριά τις αγκιναριές
     κλητική αγκιναριά αγκιναριές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αγκιναριά < αγκινάρ(α) + -ιά

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /aŋ.ɟi.naɾˈʝa/ και σε γρήγορο λόγο: a.ɟi.naɾˈʝa
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐γκι‐να‐ριά

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αγκιναριά θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]