as per usual
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Έκφραση
[επεξεργασία]as per usual (en)
- (ιδιωματισμός) άλλη μορφή του as usual
- ⮡ He was late again as per usual.
- Άργησε πάλι κατά τη συνήθειά του.
- ⮡ He was late again as per usual.