per
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Πρόθεση
[επεξεργασία]per (en)
- ανά, με χρονική ή επιμεριστική έννοια
Βρετονικά (br)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]per (br)
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Πρόθεση
[επεξεργασία]per (eo)