per

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Πρόθεση[επεξεργασία]

per (en)

  • ανά, με χρονική ή επιμεριστική έννοια
    Kilometers per hour is used as a unit of speed.
    Ως μονάδα ταχύτητας χρησιμοποιείται το χιλιόμετρο ανά ώρα.
    The wind is blowing at 10 miles per hour.
    Ο άνεμος φωσάει με 10 μίλια την ώρα.
     συνώνυμα: a



Βρετονικά (br)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

per (br)



Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Πρόθεση[επεξεργασία]

per (eo)

  1. (για μέσα κυκλοφορίας) με
  2. μέσω