asexualité
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
asexualité | asexualités |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]asexualité (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
asexualité | asexualités |
asexualité (fr) θηλυκό