asleep

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]

asleep (en) (χωρίς παραθετικά, όχι πριν από το ουσιαστικό)

  • κοιμισμένος, που κοιμάται
    I found him asleep in front of the TV.
    Τον βρήκα κοιμισμένο μπροστά στην τηλεόραση.
    He was fast asleep.
    Κοιμόταν βαθιά.

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]