aspersion
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
aspersion | aspersions |
aspersion (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
aspersion | aspersions |
aspersion (fr) θηλυκό