aspersion

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
aspersion < λατινική aspersio

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
aspersion aspersions

aspersion (fr) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]