assaisonnement
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
assaisonnement | assaisonnements |
assaisonnement (fr) αρσενικό
ενικός | πληθυντικός |
assaisonnement | assaisonnements |
assaisonnement (fr) αρσενικό