asseoir
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
asseoir (fr) (παραδοσιακή ορθογραφία) και assoir (ορθογραφία του 1990)
- (παραδοσιακή ορθογραφία)
- (μεταβατικό) καθίζω
- (μεταβατικό) εδραιώνω
- il a assis son autorité - εδραίωσε το κύρος του
- (pronominal) κάθομαι