asso
Γαλλικά (fr) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- asso < συντομογραφία του association
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
asso | assos |
asso (fr) θηλυκό