Μετάβαση στο περιεχόμενο

asso

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
asso < συντομογραφία του association

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
asso assos

asso (fr) θηλυκό