assouplisseur

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
assouplisseur assouplisseurs

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

assouplisseur (fr) αρσενικό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]