assourdissant
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | assourdissant | assourdissants |
θηλυκό | assourdissante | assourdissantes |
Επίθετο[επεξεργασία]
assourdissant (fr)