astuce
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
astuce | astuces |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
astuce (fr) θηλυκό
- η επιτηδειότητα, η οξύνοια
ενικός | πληθυντικός |
astuce | astuces |
astuce (fr) θηλυκό