Μετάβαση στο περιεχόμενο

astuce

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
astuce astuces

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

astuce (fr) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]