astucieux
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | astucieux | astucieux |
θηλυκό | astucieuse | astucieuses |
Επίθετο
[επεξεργασία]astucieux (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | astucieux | astucieux |
θηλυκό | astucieuse | astucieuses |
astucieux (fr)