asynchronous
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- asynchronous < a- + synchronous
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /eɪˈsɪŋkɹənəs/
- ⓘ
Επίθετο[επεξεργασία]
asynchronous (en)
- ασύγχρονος
- (πληροφορική) ασύγχρονος, για εκτέλεση παράλληλων λειτουργιών σε πρόγραμμα υπολογιστή
Αντώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
asynchronous στην αγγλική Βικιπαίδεια