at a loss

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
at a loss < → δείτε τις λέξεις at, a και loss

Έκφραση

[επεξεργασία]

at a loss (en)

  • (ιδιωματισμός) βρίσκομαι σε απορία, δεν ξέρω τι να πω ή να κάνω
    He was at a loss what to do.
    Βρισκόταν σ' απορία για το τι να κάνει.