Μετάβαση στο περιεχόμενο

at once

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
at once <  δείτε τις λέξεις at και once

Έκφραση

[επεξεργασία]

at once (en) (ιδιωματισμός)

  1. αμέσως
      Come here at once!
    Έλα εδώ αμέσως!
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη immediately
  2. ταυτόχρονα
      He was laughing and crying at once.
    Γελούσε κι έκλαιγε ταυτοχρόνως.
     συνώνυμα: all at once  και δείτε τη λέξη simultaneously