at rest
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Έκφραση
[επεξεργασία]at rest (en)
- (ιδιωματισμός) σε στάση, που δεν κινείται
- ⮡ If a thing is in motion, it is not at rest.
- Όταν ένα πράγμα ευρίσκεται σε κίνηση, δεν είναι σε στάση.
- ⮡ If a thing is in motion, it is not at rest.