rest
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
rest (en)
- ανάπαυση, ξεκούραση
- στάση για ανάπαυση
- ακινησία
- γαλήνη, ηρεμία
- (μουσική) παύση
- στήριγμα, εκεί που ακουμπά κάτι ή κάποιος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
rest (en)
- το υπόλοιπο, αυτό που απομένει
Ρήμα[επεξεργασία]
rest (en)
- ξεκουράζω
- αναπαύομαι, ξεκουράζομαι
- επαναπαύομαι
- σταματώ, διακόπτω μια εργασία ή μια προσπάθεια
- ακουμπώ, στηρίζω
- (στο δικαστήριο) λέγεται όταν η μία πλευρά τελειώνει την παρουσίαση των επιχειρημάτων της
- the People rest