rest
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
rest | rests |
rest (en)
- (μόνο ενικός, the rest) το υπόλοιπο, τα άλλα, το μέρος του κάτι που απομένει, για μη μετρήσιμα ουσιαστικά
- ↪ Keep the rest of the money.
- Κράτησε το υπόλοιπο των χρημάτων.
- ↪ You must work hard to catch up with the rest of the class.
- Πρέπει να δουλέψεις πολύ για να προλάβεις την υπόλοιπη τάξη.
- ↪ Give me five thousand (dollars) and keep the rest of it.
- Δώσε μου πέντε χιλιάδες και τα άλλα κράτησέ τα.
- ≈ συνώνυμα: the remainder
- ↪ Keep the rest of the money.
- (μόνο πληθυντικός, the rest) τα υπόλοιπα, τα άλλα, οι άνθρωποι ή τα πράγματα που μένουν, για μετρήσιμα ουσιαστικά
- ↪ Two of the children were fishing and the rest went swimming.
- Δυο από τα παιδιά ψάρευαν και τα υπόλοιπα κολυμπούσαν.
- ↪ Give me five thousands apples and keep the rest.
- Δώσε μου πέντε χιλιάδες μήλα και τα άλλα κράτησε τα.
- ≈ συνώνυμα: the remainder
- ↪ Two of the children were fishing and the rest went swimming.
- ανάπαυση, ξεκούραση
- ακινησία
- γαλήνη, ηρεμία
- (μουσική) παύση
- στήριγμα, εκεί που ακουμπά κάτι ή κάποιος
Εκφράσεις[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | rest |
γ΄ ενικό ενεστώτα | rests |
αόριστος | rested |
παθητική μετοχή | rested |
ενεργητική μετοχή | resting |
rest (en)
- ξεκουράζω
- αναπαύομαι, ξεκουράζομαι
- επαναπαύομαι
- σταματώ, διακόπτω μια εργασία ή μια προσπάθεια
- ακουμπώ, στηρίζω
- (στο δικαστήριο) λέγεται όταν η μία πλευρά τελειώνει την παρουσίαση των επιχειρημάτων της
- the People rest
Εκφράσεις[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- rest (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- rest (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 920. ISBN 9780194325684., λήμμα: υπόλοιπο