headrest

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
headrest headrests

Ετυμολογία [επεξεργασία]

headrest < head + rest

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

headrest (en)

  • το στήριγμα του κεφαλιού
    The car seats have headrests.
    Τα καθίσματα του αυτοκινήτου έχουν στηρίγματα για το κεφάλι.

Πηγές[επεξεργασία]