rest assured

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

rest assured < → δείτε τις λέξεις rest και assured

Έκφραση[επεξεργασία]

rest assured (en)

  • (επίσημο, ιδιωματισμός) μένω ήσυχος, είμαι σίγουρος/βέβαιος ότι, χρησιμοποιείται για να τονίσει ότι αυτό που λέω είναι αλήθεια ή θα γίνει σίγουρα
    You may be rest assured that everything possible will be done.
    Μπορείτε να μείνετε/να είσθε ήσυχος ότι θα γίνει ό,τι είναι δυνατόν.
    You may be rest assured that…
    Μπορείτε να είστε σίγουρος ότι…
    Rest assured I’ll do whatever I can.
    Να είστε βέβαιος πως θα κάνω ό,τι μπορώ.

Πηγές[επεξεργασία]