Μετάβαση στο περιεχόμενο

rest upon

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας rest upon
γ΄ ενικό ενεστώτα rests upon
αόριστος rested upon
παθητική μετοχή rested upon
ενεργητική μετοχή resting upon

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
rest upon <  δείτε τις λέξεις rest και upon

rest upon (en)