atlantique

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /at.lɑ̃.tik/

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
atlantique atlantiques

atlantique (fr) αρσενικό ή θηλυκό