atraso
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
atraso | atrasos |
atraso (pt) αρσενικό
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
atraso | atrasos |
atraso (pt) αρσενικό