atterrer
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
atterrer (fr)
- θλίβω, στεναχωρώ πάρα πολύ
- il a été atterré par le décès de son épouse - εθλίβη από τον θάνατο της γυναίκας του