atterrer

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.te.ʁe/

Ρήμα[επεξεργασία]

atterrer (fr)

  1. θλίβω, στεναχωρώ πάρα πολύ
    il a été atterré par le décès de son épouse - εθλίβη από τον θάνατο της γυναίκας του

Συγγενικά[επεξεργασία]