aula
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
aula | aulas |
aula (pt) θηλυκό
- το μάθημα
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
aula | aulas |
aula (pt) θηλυκό